ψυχρολουσία

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρολουσία Medium diacritics: ψυχρολουσία Low diacritics: ψυχρολουσία Capitals: ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ
Transliteration A: psychrolousía Transliteration B: psychrolousia Transliteration C: psychrolousia Beta Code: yuxrolousi/a

English (LSJ)

ἡ, a bathing in cold water, Hp.Mul.2.110, Thphr. Sud.16: pl., D.C.53.30, Sor.1.56.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολουσία: ἡ, τὸ λούεσθαι ἐν ψυχρῷ ὕδατι, Ἱππ. 638, Θεοφρ. περὶ Ὀσμῶν 16· ἐν τῷ πληθ., Δίων Κάσσ. 53. 30.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ψυχρολούτης
λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγους
νεοελλ.
μτφ.
1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση
2. επίπληξη, κατσάδα.