καλαμοτομώ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-έω
κόβω καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -τομώ (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδροτομώ, φλεβοτομώ].