καλανδικά
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
τά, new year's allowances, POxy. 1869 (vi AD), Just. Edict. 13.3.
Greek Monolingual
καλανδικά, τὰ (Α)
καλάνδαι
οι χορηγίες ή παροχές που γίνονταν με την ευκαιρία του νέου έτους.