καλλιστεύω

English (LSJ)

(κάλλιστος) to be the finest or be the most beautiful, Hdt.1.196, al., E.Tr.226 (lyr.); of animals, Hdt.4.72, 163: c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Id.6.61, cf. 7.180:—Med., δῶρ' ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισι E.Med.947, cf. Ba.409 (lyr.), Hipp.1009: pf. part. Pass., ἀγώνων τῶν κεκαλλιστευμένων E.Oen.p.39A.; κεκ. θέαμα Procop. Aed.1.1.

German (Pape)

[Seite 1311] der, die Schönste sein; Her. 1, 196; καλλιστεύσει γυναικῶν πασέων 6, 61; Plut. Ant. 26 u. a. Sp. – Auch im med., ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν Eur. Hipp. 1009; δῶρα, ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισι, die für die schönsten gelten, Med. 943, vgl. Bacch. 407.

French (Bailly abrégé)

1 être le plus beau, l'emporter en beauté : τινος sur qqn;
2 considérer comme le plus beau.
Étymologie: κάλλιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιστεύω [κάλλιστος] de mooiste zijn:; ἐξωνέοντο τὰς καλλιστευούσας zij wilden de mooiste meisjes kopen Hdt. 1.196.2; met gen.:; καλλιστεύσει πασέων τῶν ἐν Σπάρτῃ γυναικῶν zij zal de fraaiste van alle vrouwen in Sparta zijn Hdt. 6.61.5; ook med.: πότερα τὸ τῆσδε σῶμ’ ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν; overtrof haar lichamelijke schoonheid die van alle vrouwen? Eur. Hipp. 1009.

Russian (Dvoretsky)

καλλιστεύω: тж. med. выделяться или превосходить красотой, быть самым красивым (πασῶν γυναικῶν Her., med. Eur.; θεραπαινίδες καλλιστεύουσαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιστεύω: (κάλλιστος) εἶμαι ὁ κάλλιστος, ὁ ὡραιότατος, Ἡρόδ. 1, 196., 4. 72, 163, 180., 6. 32, Εὐρ. Τρῳ. 227· μετὰ γεν., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Ἡρόδ. 6. 61, πρβλ. 7. 180· - ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ, δῶρ’ ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισι Εὐρ. Μήδ. 947, πρβλ. Βάκχ. 407, Ἱππ. 1009.

Greek Monolingual

καλλιστεύω (AM) κάλλιστος
μσν.
(αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων
ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας
αρχ.
1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.)
2. παθ. καλλιστεύομαι
είμαι ή θεωρούμαι ο ωραιότερος («τὸ τῆσδε σῶμα ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιστεύω: μέλ. -σω (κάλλιστος), είμαι ο πιο όμορφος, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν, σε Ηρόδ.· επίσης σε Μέσ., δῶρ' ἃ καλλιστεύεται, σε Ευρ.

Middle Liddell

καλλιστεύω, fut. -σω κάλλιστος
to be the most beautiful, Hdt., Eur.; c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Hdt.:—also in Mid., δῶρ' ἃ καλλιστεύεται Eur.