προύχοντας

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source

Greek Monolingual

και προύχων, -οντος, ο, Ν
1. πρόκριτος, προεστός
2. στον πληθ. οι προύχοντες
α) η τάξη των πλουσίων
β) (στην τουρκοκρατία) οι κοτζαμπάσηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προύχων, -οντος έχει προέλθει, με συναίρεση τών -οε-, από τη μτχ. προέχων του ρ. προέχω.