ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
καλλόφιλος, -η, -ον (Μ)αυτός που αγαπά το ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρόφιλος, υδρόφιλος].