καλλόφιλος
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
καλλόφιλος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αγαπά το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρόφιλος, υδρόφιλος].