καλογιός

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

ο (Μ καλογιός)
ο αγαπητός γιος, το καλό παιδί
νεοελλ.
(σε προσφώνηση) καλογιέ μου
καλό μου παιδί.