καλυπτηρίζω
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
cover with tiles, Att. fut. -ιῶ, IG22.463.71: καλυπτηριάζω, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
καλυπτηρίζω: καλύπτω διὰ κεράμων, Ἐπιγρ. παρὰ Müller de Munim. Ath. σ. 36. 71, ἐν τῷ μέλλ. καλυπτηριεῖ· ― οὕτω καλυπτηριάζω, Γλωσσ.
Greek Monolingual
καλυπτηρίζω (Α) καλυπτήρ
επιγρ. σκεπάζω, στεγάζω με κεραμίδια.