Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καλώδεσμος
Greek Monolingual
ὁ ναυτ.απλός αγκυρόδεσμος που δένεται πάνω στον δακτύλιο της άγκυρας με την άκρη του σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ.<κάλως, ὁ, «χοντρό σχοινί» +δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο].