καματάρικος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
-η, -ο καματάρης
1. καματάρης, ασχολούμενος με κουραστική εργασία
2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι»).