καμηλογόμαρον

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

καμηλογόμαρον και καμηλόγομον, τὸ (Μ)
το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + γομάρι / γόμος «φορτίο υποζυγίου»].