κανθάρεως
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
or κανθάρεος [θᾰ], ὁ, name of a kind of vine, Thphr. CP 2.15.5:
Greek (Liddell-Scott)
κανθάρεως: ὁ, ὄνομα εἴδους ἀμπέλου, ἐκ τῶν σταφυλῶν τῆς ὁποίας παρεσκευάζετο ὁ λεγόμενος κανθαρίτης οἶνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5· διαφ. γραφ. κανθάρεος. Παρ’ Ἡσύχ.: «κανθάρεως· ἀμπέλου εἶδος».
Greek Monolingual
κανθάρεως και -εος, ὁ (Α) κάνθαρος
είδος αμπελιού, από τα σταφύλια του οποίου παρασκευαζόταν ο κανθαρίτης οίνος.