καντηλανάφτης

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και κανδηλανάπτης, ο, θηλ. καντηλανάφτισσα
νεωκόρος, αυτός που φροντίζει για τον καθαρισμό και τον στολισμό του ναού με κύριο έργο να ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + ανάβω κατά τα δραστικά ονόματα σε -της].