καντηλανάφτης
From LSJ
και κανδηλανάπτης, ο, θηλ. καντηλανάφτισσα
νεωκόρος, αυτός που φροντίζει για τον καθαρισμό και τον στολισμό του ναού με κύριο έργο να ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + ανάβω κατά τα δραστικά ονόματα σε -της].