καπηλογείτων
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
-ονος, ὁ, = attubernalis, Glossaria.
Greek Monolingual
καπηλογείτων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός που γειτονεύει με καπηλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + γείτων.