στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
καπνιῶ, -άω (Α) καπνός1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι2. αναδίδω καπνό.