καπνιώ

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

καπνιῶ, -άω (Α) καπνός
1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι
2. αναδίδω καπνό.