καρνοστάσιον

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρνοστάσιον Medium diacritics: καρνοστάσιον Low diacritics: καρνοστάσιον Capitals: ΚΑΡΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: karnostásion Transliteration B: karnostasion Transliteration C: karnostasion Beta Code: karnosta/sion

English (LSJ)

pen, fold; v. κάρνος.

Greek Monolingual

καρνοστάσιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ του ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βουστάσιον, εργοστάσιον].