κασέ
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
Greek Monolingual
το
άκλ.
1. η συνηθισμένη αμοιβή ενός καλλιτέχνη του θεάματος
2. μτφ. κοινωνική αναγνώριση και άνοδος («ανέβηκε το κασέ του» — αναγνωρίζεται, ανέρχεται κοινωνικώς)
3. (τυπογρ.) α) το σύνολο τών υλικών που χρησιμοποιούνται για να γίνει η σελιδοποίηση σε ένα τυπογραφείο, όπως π.χ. τα τυπογραφικά στοιχεία, ο εξοπλισμός, οι γωνίες, τα υλικά για τον διαχωρισμό τών στηλών και διαστημάτων καθώς και η ίδια η συσκευή της σελιδοποίησης
β) υπόδειγμα για σελιδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cachet < cacher «καλύπτω»].