κασσιτερόω
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
plate with tin, λέβης κεκασσιτερωμένος Dsc.1.30.5.
German (Pape)
[Seite 1333] verzinnen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κασσῐτερόω: μέλλ. -ώσω, καλύπτω διὰ κασσιτέρου, «γανώνω», Διοσκ. 1.33.