κατάδω
From LSJ
Greek Monolingual
κατᾴδω και καταείδω (Α)
1. (για πουλιά) α) κελαηδώ
β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου
2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι
3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου
5. τραγουδώ επωδή μαγείας
6. ξεκουφαίνω κάποιον με το τραγούδι μου
7. φρ. τραγουδώ σε όλη την έκταση της κλίμακας
8. «κατᾴδειν δεῖπνον» — κάνω ευχάριστο το δείπνο με τραγούδια
9. μέσ. κατᾴδομαι
βάζω κάποιον και μού τραγουδά
10. παθ. με μαγική επωδή εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄδω «τραγουδώ»].