κατάθελξη

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

η (Α κατάθελξη) καταθέλγω
η άσκηση μεγάλης επιρροής σε κάποιον, το μάγεμα.