κατένασσα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

French (Bailly abrégé)

v. καταναίω.

Greek Monotonic

κατένασσα: αόρ. αʹ του καταναίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατένασσα aor. van καταναίω.

Russian (Dvoretsky)

κατένασσα: эп. aor. к καταναίω.