κατένασσα

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

French (Bailly abrégé)

v. καταναίω.

Greek Monotonic

κατένασσα: αόρ. αʹ του καταναίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατένασσα aor. van καταναίω.

Russian (Dvoretsky)

κατένασσα: эп. aor. к καταναίω.