κατέπειξις

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέπειξις Medium diacritics: κατέπειξις Low diacritics: κατέπειξις Capitals: ΚΑΤΕΠΕΙΞΙΣ
Transliteration A: katépeixis Transliteration B: katepeixis Transliteration C: katepeiksis Beta Code: kate/peicis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bustling, hurrying, Stoic.3.98.

German (Pape)

[Seite 1396] ἡ, Beschleunigung, φωνῆς, schnelles Sprechen, D. L. 7, 113.

Russian (Dvoretsky)

κατέπειξις: εως ἡ торопливость, поспешность: κ. φωνῆς Diog. L. торопливая речь.

Greek (Liddell-Scott)

κατέπειξις: -εως, ἡ, βιαία ἐνέργεια, ταχύτης, ἐπίσπευσις, θόρυβος, φόβος μετὰ κατεπείξεως φωνῆς Διογ. Λ. 7. 113.

Greek Monolingual

κατέπειξις, -είξεως, ή κατεπείγω
1. βιαστική ενέργεια
2. ταχύτητα, επιτάχυνση.