κατέπειξις
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
-εως, ἡ, bustling, hurrying, Stoic.3.98.
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, Beschleunigung, φωνῆς, schnelles Sprechen, D. L. 7, 113.
Russian (Dvoretsky)
κατέπειξις: εως ἡ торопливость, поспешность: κ. φωνῆς Diog. L. торопливая речь.
Greek (Liddell-Scott)
κατέπειξις: -εως, ἡ, βιαία ἐνέργεια, ταχύτης, ἐπίσπευσις, θόρυβος, φόβος μετὰ κατεπείξεως φωνῆς Διογ. Λ. 7. 113.
Greek Monolingual
κατέπειξις, -είξεως, ή κατεπείγω
1. βιαστική ενέργεια
2. ταχύτητα, επιτάχυνση.