καταγλύφω
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ],
A scoop out, groove, pf. part. Pass. -γεγλυμμένος Hp.Mochl.38.
2 carve, κυμάτια IG 11(2).199A76 (Delos, iii B.C.); σπεῖραν Milet.7.59.14.
Greek (Liddell-Scott)
καταγλύφω: ῠ, κοιλαίνω, διακοιλαίνω, Ἱππ. Μοχλ. 865·- ποιῶ ἀμυχὰς εἴς τι, σπαράττω, τά πρόσωπα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 1036C.
Greek Monolingual
καταγλύφω (Α)
1. κάνω κάτι εντελώς κοίλο
2. λαξεύω, σμιλεύω
3. κάνω αμυχές σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-γλύφω een insnijding maken.