κατακλινοβατής
English (LSJ)
κατακλινοβατές, making one lie abed, ποδάγρα Luc.Trag.198 (in voc. κατακλινοβατές, prob. f.l. for κατακλινοβάτις).
German (Pape)
[Seite 1353] ές, um die Betten herumgehend, Podagra, Luc. Tragod. 198.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'abat sur des lits (la goutte).
Étymologie: κατακλίνω, βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακλινοβατής -ές [κατακλίνω, βαίνω] bedlegerig makend (van de godin Jicht).
Russian (Dvoretsky)
κατακλῑνοβᾰτής: забирающийся в постель (больного), т. е. неотвязный (ποδάγρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακλῑνοβᾰτής: -ές, ὁ κάμνων τινὰ κλινήρη, ἐπίθετον τῆς ἀρθρίτιδος, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 198 (ἐν τῇ κλητ. κατακλινοβατές∙ ὁ τύπ. τοῦ ἐπιθ. ὕποπτος, διότι ἡ ἀναλογία ἀπαιτεῖ ὁ κατακλινοβάτης, ἡ κατακλινοβάτις, -ιδος:- συνάπτεται μετὰ τοῦ ἐπιθ. ἐπιδεσμοχαρής.
Greek Monolingual
κατακλινοβατής, -ές (Α)
(για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκοβατής].