χαλκοβατής
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
χαλκοβατές, (βαίνω) standing on bronze, with brazen base, or with floor of bronze, χαλκοβατὲς δῶ, of the house of Zeus, Od.8.321, Il.1.426, 14.173, etc.; of that of King Alcinoüs, Od.13.4.
German (Pape)
[Seite 1330] ές, auf Erz schreitend, gehend, auf Erz, d. i. fest gegründet; bei Hom. χαλκοβατὲς δῶ, von Zeus' Wohnung, Od. 13, 4 von dem Palaste des Königs Alkinous; Andere erkl. Palast, wo Einer auf Erz einherschreitet, dessen Schwellen u. Fußböden von Erz sind.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au plancher d'airain.
Étymologie: χαλκός, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοβᾰτής: построенный на медном основании, т. е. несокрушимый или с медным полом (δῶ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοβᾰτής: -ές, γεν. έος, (βαίνω) ἐπὶ δώματος, χαλκοβατὲς δῶ, «χαλκῷ βεβηκός, στερεὸν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ Διός, Ὀδ. Θ. 321, Ἰλ. Α. 426, Ξ. 173, κλπ.· καὶ ἐν Ὀδ. Ν. 4, ἐπὶ τοῦ οἰκήματος τοῦ Ἀλκινόου· πρβλ. χαλκόπεδος. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τὸν τύπον χαλκόβατος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για οίκημα) αυτός που έχει χάλκινο κατώφλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -βατής (< βαίνω), πρβλ. κατακλινοβατής].
Greek Monotonic
χαλκοβᾰτής: -ές, γεν. -έος (βαίνω), αυτός που στέκεται πάνω σε χαλκό, με χάλκινη βάση ή με δάπεδο από χαλκό, χαλκοβατὲς δῶ, λέγεται για το σπίτι του Δία, σε Όμηρ.
Middle Liddell
χαλκο-βᾰτής, ές βαίνω
standing on brass, with brasen base, or with floor of brass, χαλκοβατὲς δῶ, of the house of Zeus, Hom.