καταλάμψομαι

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

French (Bailly abrégé)

f. Moy. de καταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

καταλάμψομαι: ион. fut. к καταλαμβάνω.