καταμάττομαι
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
v. καταματτεύομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταμάσσομαι.
Greek Monolingual
καταμάττομαι (Α)
βλ. καταματεύομαι.