καταματεύομαι
German (Pape)
[Seite 1363] fälschlich auch καταματτεύομαι u. καταμάττομαι geschrieben, hineinstecken u. von innen untersuchen, Hippocr. bei Galen., der auch καταμώσας aufführt in dieser Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
καταμᾰτεύομαι: ἀναζητῶ, ψηλαφῶ, δοκιμάζω, ἐξετάζω διὰ τῆς μήλης, ὡς ὁ χειρουργός, Ἱππ. 534. 45., 547, 55·- ὡσαύτως -ματέομαι, Γαλην. Λεξ. καὶ -μάττομαι, Ἱππ. 537. 55. Τοῦ Γαληνοῦ αἱ λέξεις (Λεξ. Ἱπποκρ. σ. 494) εἶναι : «καταμώσας= καθεὶς ἕνεκα τοῦ ζητῆσαι, ἡ λ. παρὰ τὸ ματεύειν ὥσπερ καὶ τὸ καταματούμενος» καὶ ἐν σ. 534, 45 καὶ 547, 55, «καταματτόμενος πτερῷ ἐμεέτω», ἀλλὰ τὸ καταμώσας διωρθ. εἰς καταμηλώσας,= καθεὶς, καθετηρίσας ἢ μεταχειρισθεὶς τὴν μήλην ὡς καθετῆρα, ἢ ὅπερ ὕστερον εἶπε πτερῷ καταματτόμενος.
Greek Monolingual
καταματεύομαι και καταματουμαι και καταμάττομαι (Α)
εξετάζω, ψηλαφώ με χειρουργικό εργαλείο, με μήλη ή με καθετήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ματεύομαι «ερευνώ, ψάχνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ματεύομαι gekriebeld worden:. πτερῷ met een veer (om braken op te wekken) Hp.