καταπλημμυρίζω

Greek Monolingual

και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ -έω)
(επιτ. τ. του πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία καταπλημμύρισε τις δυτικές χώρες με ηλεκτρονικά είδη»
2. (αμτβ.) γεμίζω από κάτι («η αγορά καταπλημμύρισε από ιαπωνικά είδη»)
3. (για δοχεία) ξεχειλίζω από νερά.