καταφρόνια
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
ἡ (Μ καταφρόνια) καταφρονώ
1. καταφρόνηση, περιφρόνηση
2. ταπείνωση, εξευτελισμός.