αχνός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek Monolingual
(I)
ο
1. το πολύ ψιλό αλεύρι
2. το πολύ λεπτό λινό
3. η γύρη των λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»].
(II)
ο
1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει
2. άχνα, αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ. ατμός σύμφωνα με τις εξής μεταβολές: ατμός > αθνός > αφνός > αχνός (βλ. ετυμολ. του αχνίζω (ΙΙ)].
(III)
-ή, -ό
Ι. 1. ωχρός, χλωμός
2. αμυδρός, θαμπός («αχνό φεγγάρι»)
3. άτονος, μαραμένος («τ' αχνό του χείλι εγέλασε»)
II. επίρρ. ἀχνά
αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχνα (Ι) + -ος, κατάλ. επιθέτων προς δήλωση χρώματος (πρβλ. καστανός, μελανός κ.ά.)].