κατοινόομαι
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
Pass., to be drunken, κατῳνωμένος Pl.Lg.815c.
Greek (Liddell-Scott)
κατοινόομαι: Παθ., οἴνῳ βεβαρημένος ἐιμί, μεθύσκομαι, εἶμαι μεθυσμένος, κατῳνωμένος Πλάτ. Νόμ. 815C, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Πολυδ. Ϛ', 21.
Russian (Dvoretsky)
κατοινόομαι: напиваться допьяна: κατῳνωμένος Plat. захмелевший, пьяный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοινόομαι [κάτοινος] dronken worden; ptc. perf. med. κατῳνωμένος stomdronken.