κατωγεγραμμένος

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

κατωγεγραμμένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που είναι γραμμένος κατωτέρω, ακολούθως, στη συνέχεια.