καυστικότητα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του καυστικού, η ιδιότητα που έχει κάτι να προκαλεί κάψιμο
2. μτφ. δριμύ ύφος, οξύτητα, δηκτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. καυστικότης, μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Μ. Ηλιάδη].