καυστικότητα

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του καυστικού, η ιδιότητα που έχει κάτι να προκαλεί κάψιμο
2. μτφ. δριμύ ύφος, οξύτητα, δηκτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. καυστικότης, μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Μ. Ηλιάδη].