καυσόξυλο

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και καψόξυλο, το
ξύλο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. καυσ.- του καίω + -ξύλο (< ξύλο), πρβλ. μαγιό-ξυλο, τηλεγραφό-ξυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].