κεδαίω
From LSJ
English (LSJ)
later Ep. for κεδάννυμι (Act. only διὰ… κεδαίῃ in tmesi, Nic.Al.458), in Pass., Arat.159, 410, A.R.2.626, Nic.Th.425; κεδόωνται (from κεδάομαι) A.R.4.500; κεδᾶται Hsch.
German (Pape)
[Seite 1410] poet. = Folgdm; ἔμελλον μελεϊστὶ κεδαιόμενος θανέεσθαι Ap. Rh. 2, 626; Nic. Al. 545 Th. 425.
Greek (Liddell-Scott)
κεδαίω: παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κεδάννῡμι, Ἄρατ. 159, 410, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 626, Νικ. Θηρ. 425, Ἀλ. 459· κεδόωνται (ἐκ τοῦ κεδάομαι) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 500· κεδᾶται Ἡσύχ.