κενεηγορία

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source

Greek (Liddell-Scott)

κενεηγορία: πρβλ. κενεαγορία.

Greek Monolingual

κενεηγορία, ἡ (Α) κενεηγόρος
ιων. τ. του κενεαγορία.