κερατένιος
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
-α, -ο κέρατο
1. αυτός που έχει κέρατα
2. ο κατασκευασμένος από κέρατα
3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ' αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις»)
3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να σταματήσει»).