κερατώδης

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτώδης Medium diacritics: κερατώδης Low diacritics: κερατώδης Capitals: ΚΕΡΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: keratṓdēs Transliteration B: keratōdēs Transliteration C: keratodis Beta Code: keratw/dhs

English (LSJ)

κερατῶδες,
A = κερατοειδής, like antlers, Thphr. HP 5.1.6; τὸ κ., of the gizzard in fowls, Dsc.2.49.
2 horned, τὰ κ. τῶν ζῴων Arist.HA595a13.
II v. κεραώδης.

German (Pape)

[Seite 1422] ες, = κερατοειδής, gehörnt, ζῷα, Arist. H. A. 8, 6 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

κερᾱτώδης: рогатый (sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτώδης: -ες, = κερατοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 6. 2) κερασφόρος, τὰ κερατώδη (δηλ. ζῷα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ νήσου, ἡ ἔχουσα πολλὰς κορυφὰς λόφων ἢ ὀρέων, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 91.

Greek Monolingual

-ες (Α κερατώδης, -ῶδες) κέρας
αυτός που έχει το σχήμα ή τη σύσταση του κέρατος, ο κερατοειδής
αρχ.
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος
2. αυτός που έχει ψηλές και απότομες κορυφές λόφων ή βουνών, κεραώδης.