κεραώδης
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
κεραῶδες, horned, i.e. high-peaked, of a hill, prob. in Call.Ap. 91 (κερατώδεος codd.).
Greek Monolingual
κεραώδης, -ῶδες (Α) κέρας
(για τόπο ή λόφο) αυτός που έχει ή μοιάζει με κέρατα, δηλ. ψηλές, οξείες και απότομες κορυφές.