κεραώδης

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰώδης Medium diacritics: κεραώδης Low diacritics: κεραώδης Capitals: ΚΕΡΑΩΔΗΣ
Transliteration A: keraṓdēs Transliteration B: keraōdēs Transliteration C: keraodis Beta Code: keraw/dhs

English (LSJ)

κεραῶδες, horned, i.e. high-peaked, of a hill, prob. in Call.Ap. 91 (κερατώδεος codd.).

Greek Monolingual

κεραώδης, -ῶδες (Α) κέρας
(για τόπο ή λόφο) αυτός που έχει ή μοιάζει με κέρατα, δηλ. ψηλές, οξείες και απότομες κορυφές.