κεραυνοβόλησις
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
η κεραυνοβόληση (ΑΜ κεραυνοβόλησις) κεραυνοβολώ
το χτύπημα με κεραυνό
νεοελλ.
1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια
2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.