κερδάριον

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδάριον Medium diacritics: κερδάριον Low diacritics: κερδάριον Capitals: ΚΕΡΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kerdárion Transliteration B: kerdarion Transliteration C: kerdarion Beta Code: kerda/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κέρδος, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1423] τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.

Greek (Liddell-Scott)

κερδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρδος, μικρὸν κέρδος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. -άριον].