ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
κερδαντέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κερδαίνειν, Μ. Ἀντων. 4. 26.
adj. verb. de κερδαίνω.