κερματισμός

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερμᾰτισμός Medium diacritics: κερματισμός Low diacritics: κερματισμός Capitals: ΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kermatismós Transliteration B: kermatismos Transliteration C: kermatismos Beta Code: kermatismo/s

English (LSJ)

ὁ, metaph., breaking up small, Olymp.in Phd. p.86 N.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, Zerstückelung, Zerlegung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερματισμός: -οῦ, ὁ, ἀλλαγὴ νομίσματος μεγάλου διὰ μικρῶν, Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. (Α. Β. 1388).

Greek Monolingual

ο (Α κερματισμός) κερματίζω
νεοελλ.
το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμός
αρχ.
η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα.