κερματισμός
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ὁ, metaph., breaking up small, Olymp.in Phd. p.86 N.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, Zerstückelung, Zerlegung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερματισμός: -οῦ, ὁ, ἀλλαγὴ νομίσματος μεγάλου διὰ μικρῶν, Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. (Α. Β. 1388).
Greek Monolingual
ο (Α κερματισμός) κερματίζω
νεοελλ.
το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμός
αρχ.
η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα.