κερωδός

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Greek Monolingual

κερῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρῳδός, μελῳδός].