κερόκωπος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κερόκωπος: -ον, ἔχων τὴν κώπην ἢ λαβὴν ἐκ κέρατος, ξίφος Μοσχόπουλ. Περὶ σχεδῶν σ. 39.

Greek Monolingual

κερόκωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατοξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντόκωπος, σιδηρόκωπος].