κερόστρωτος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

German (Pape)

[Seite 1425] mit Horn belegt, Plin. H. N. 11, 37, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κερόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ κέρατα ἢ κεράτινα τεμάχια, Βιτρούβ. 4. 6, 6.

Greek Monolingual

κερόστρωτος, -ον (Α)
ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθόστρωτος, φυλλόστρωτος].