κερόστρωτος

From LSJ

πράξεις αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ἀποστόλων → the wise acts of the wise Apostles

Source

German (Pape)

[Seite 1425] mit Horn belegt, Plin. H. N. 11, 37, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κερόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ κέρατα ἢ κεράτινα τεμάχια, Βιτρούβ. 4. 6, 6.

Greek Monolingual

κερόστρωτος, -ον (Α)
ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθόστρωτος, φυλλόστρωτος].