κεφαλαιούχος
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Greek Monolingual
ο, η
ο κάτοχος κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. διπλωματούχος, πολιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].