κεχυμένος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

κεχυμένος, -η, -ον (Α)
βλ. χέω.
επίρρ...
κεχυμένως (Α)
άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι του χέω «χύνω»].

English (Woodhouse)

(see also: χέω) streaming, of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)