κεχυμένος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

κεχυμένος, -η, -ον (Α)
βλ. χέω.
επίρρ...
κεχυμένως (Α)
άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι του χέω «χύνω»].

English (Woodhouse)

(see also: χέω) streaming, of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)