κεχυμένος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
κεχυμένος, -η, -ον (Α)
βλ. χέω.
επίρρ...
κεχυμένως (Α)
άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι του χέω «χύνω»].
(see also: χέω) streaming, of hair