κεχυμένος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
κεχυμένος, -η, -ον (Α)
βλ. χέω.
επίρρ...
κεχυμένως (Α)
άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι του χέω «χύνω»].
(see also: χέω) streaming, of hair