κηδέστωρ
From LSJ
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = κηδεμών 1, Man.4.514.
German (Pape)
[Seite 1429] ορος, ὁ, = κηδεμών, πάτρης, Maneth. 4, 514.
Greek (Liddell-Scott)
κηδέστωρ: -ορος, ὁ, = κηδεμών, Μανέθων 4. 514.
Greek Monolingual
κηδέστωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κηδεστής.